Η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1926 στα Βίλια Αττικής από φτωχή οικογένεια. Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου και το άλλαξε σε Λαμπέτη όταν διάβασε το βιβλίο "Αστραπόγιαννος" του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Ο πατέρας της Κώστας Λούκος είχε μια ταβέρνα στα Βίλια Αττικής Είχε 8 αδέρφια, εκ των οποίων ένα δίδυμο αδελφό, που πέθανε από φυματίωση το 1941. Το 1928 η οικογένεια της μετακόμισε στην Αθήνα.
Η Λαμπέτη σπούδασε στη δραματική σχολή της Μ. Κοτοπούλη το 1941, αφού προηγουμένως την απέρριψαν από τη Σχολή του Εθνικού. Το 1942, ενώ ακόμη φοιτούσε, έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο σε δεύτερο ρόλο στο έργο «Ταξίδι γάμου» δίπλα στον καταξιωμένο Δ. Χορν και το Νοέμβριο της ίδιας χιονιάς έπαιξε σε πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο «Η Χανέλε πάει στον Παράδεισο» που ανέβηκε στο θέατρο Κοτοπούλη – Ρεξ. Ήταν τότε μόλις 16 χρονών και οι κριτικές συμφωνούσαν ότι ένα αστέρι γεννήθηκε. Η συνεργασία της με το Θέατρο Τέχνης το διάστημα '46-'48 την καθιέρωσε ως εξαίρετη ηθοποιό. Ξεχώρισαν οι ερμηνείες της στον «Γυάλινο κόσμο», στην «Αντιγόνη» και στο πρώτο ανέβασμα του «Ματωμένου Γάμου». Ακολούθησαν οι συνεργασίες της με τον θίασο της Κατερίνας και το Εθνικό Θέατρο το1948. Από το 1949 άνηκε στο θίασο του Κ. Μουσούρη όπου οι μεγαλύτερες επιτυχίες της ήταν το «Πεγκ καρδούλα μου» και η «Κληρονόμος».
Στον κινηματογράφο ξεκίνησε το 1946 στην ταινία του Β.Παπαμιχάλη «Αδούλωτοι Σκλάβοι». Η πρώτη της μεγάλη επιτυχία ήταν το «Κυριακάτικο ξύπνημα»(1954). Ακολούθησε «Η κάλπικη λίρα (1954)» ενώ με «Το κορίτσι με τα μαύρα» δυο χρόνια μετά κέρδισε διεθνή αναγνώριση. Για την ερμηνεία της στο «Τελευταίο ψέμα(1958)» ήταν υποψήφια για βραβείο A' γυναικείου ρόλου BAFTA (British Academy of Film and Television Arts).
Συνολικά έπαιξε σε δέκα ταινίες, από τις οποίες η μία ήταν ξένη παραγωγή «Χαμένο κορμί» και η δεύτερη συμπαραγωγή «Μια μέρα ο πατέρας μου».
Το 1952 συγκρότησε με τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παππά τον θίασο Λαμπέτη- Παππά-Χορν και από το 1956 τον θίασο Λαμπέτη-Χορν. Ανέβασαν με μεγάλη επιτυχία κλασσικά έργα όπως το «Νυφικό κρεβάτι», «Αριστοκρατικός δρόμος», «Το παιχνίδι της μοναξιάς» και περιόδευσαν σε Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη και Κύπρο. Μετά τον χωρισμό της με τον Χορν το 1959 συνέχισε τη θεατρική της πορεία τη δεκαετία '60 με δικό της θίασο, με μεγαλύτερή της επιτυχία το «Λεωφορείο ο πόθος». Όμως η πιο ώριμη επαγγελματική δεκαετία της ήταν το' 70, που παρόλα τα προσωπικά της προβλήματα ανέβασε με εξίσου μεγάλη επιτυχία τα έργα «Ιρμα 1972», «Βυσσινοκηπος(1974), «Δεσποινίς Μαργαρίτα» κ.α.. Η τελευταία της παρουσία στο θέατρο ήταν το 1981 στο έργο "Σάρα - Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού" υποδυόμενη με επιτυχία την κωφάλαλη Σάρα.
Όσο ευτυχισμένη υπήρξε η καλλιτεχνική της σταδιοδρομία τόσο φειδωλή σε χαρές ήταν η υπόλοιπη ζωή της. Πρώτα έχασε τους γονείς και πέντε από τα οχτώ αδέρφια της και στη συνέχεια ο καρκίνος εμφανίστηκε στη ζωή της το 1969. Η πάλη της με τον θάνατο διήρκησε 15 χρόνια.
Βραβεύτηκε με το έπαθλο «Κοτοπούλη» το 1951, με το «Αριστείων Κινηματογραφικής αξίας» το 1961 και με το βραβείο Φεστιβάλ Ιθάκης το 1980.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 άφησε την τελευταία της πνοή.